κοπροσκυλάω

κοπροσκυλάω
κοπροσκυλάω (δε συνηθίζεται η κλίση σε ) βλ. πίν. 58 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κοπροσκυλιάζω — κοπροσκυλιάζω, κοπροσκύλιασα βλ. πίν. 35 και πρβλ. κοπροσκυλάω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κοπροσκυλώ — και κοπροσκυλάω και κοπροσκυλιάζω ζω σαν τα κοπρόσκυλα, περιφέρομαι άνεργος: Κοπροσκυλιάζει όλη την ημέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”